Σάββατο 24 Μαΐου 2008

Το Κίτρινο Αίμα Κόκκινο Νερό δε Γίνεται

Δεν Θυμάμαι:
Δεν ξέρω γιατί είχα συμπαθήσει την ΑΕΚ.
Ελεγα κι εγώ μικρός: “ΑΕΚ είμαι. Ενωσις!”.
Ύστερα, έχανε 3-0 στο ημίχρονο η ΑΕΚ από τον Απόλλωνα, από την και πολύ πάντα Ελαφρά Ταξιαρχία.
Τ’ άκουγα, όχι στο ραδιόφωνο, στη ραδιοφωνάρα που είχαν τα σπίτια τότε,
στο κέντρο της τραπεζαρίας.
Κι ο πατέρας μου έφευγε: “Ωραία ομάδα διάλεξες Σωτηράκη!”,
μου είπε γελώντας, χαμογελώντας!
Στη σιωπή μου απάντησε ο Νεστορίδης:
Τέσσερα έβαλε στην επανάληψη στη Ριζούπολη (θυμάμαι καλά?), κερδίσαμε, του ακυρώσανε άλλο ένα νομίζω.
Περίμενα τον πατέρα μου στην κορυφή της σκάλας, αργά τη νύχτα, θριαμβευτής,
Νέστορας κι εγώ, Παπαϊωάννου πριν τον Παπαϊωάννου.
Παίζοντας ένα φεγγάρι πόλο στον Ολυμπιακό, μετά τη Γλυφάδα και την άλλη πολυαγαπημένη μου μετα, τη Βουλιαγμένη, πηγαίναμε στη Νέα Φιλαδέλφεια με τα φοράκια του Θρύλου.
Κι εγώ ξαφνικά, κατακόκκινος, πήγαινα να πανηγυρίσω τα γκολ της ΑΕΚ στο ντέρμπυ.
Ας είναι.
Ετσι έμαθα από πρώτο χέρι τι θα πει Ολυμπιακός, γιατί μας συνδέουν με τους Πειραιώτες πολλά, ας είναι εξουσία πια τώρα, ας μην είναι πια εξαίσιο αμπέλι ξέφραγο, με τον Κελεσίδη να πιάνει πέντε πέναλτυ στο Λονδίνο, αλλά να χάνουμε 5-1 τελικά παρ’ όλο τον Δεληκάρη.
Αγαπημένοι μου πιο πολύ:
ο Μίμης.
Γίναμε και φίλοι λίγο μετά.
Παίξαμε και μια μέρα συνεντευξιακή μπάλα, στην Ανοιξη.
Δεν έπιανα τίποτα, τι διάολο, πως πηγαίνανε αυτές οι σέντρες-σουτ του συνέχεια στο γάμα! Υστερα, πήγα με πέντε άλλους, μόλις είχε γυρίσει από την Αμερική ο Μάγος, για το αποχαιρετιστήριο με τος Εγγλέζους, την επόμενη ακριβώς της απόλυσης του γλύκα Τσικ, του Τσαϊκόφσκι.
Μια σέντρα έκανε πάλι ο Μίμης, κι η εξέδρα μαζευτήκαμε εν ριπή οφθαλμού, φωνάξαμε: “Παπαγιάννη παικταρά, μάθε μπάλα τα φρικια!”.
Πηγαίναμε και με τον ποιητή, τον Γιωργάκη τον Μαρκόπουλο, χαμηλά, στα καγκελα, σαν άρρωστοι πάλι ένα φεγγάρι.
Χαμηλά, αλλά από πάνω πάντα, πάντα συγκινημένοι.
Ο Σεραφείδης:
Ξανάπαιξε στο ντέρμπυ με τον Παναθηναϊκό σαραντάρης, βούτηξε στις λάσπες και μας κράτησε, τη μάζεψε τη μπάλα σαν Γάτος που ήταν μέσα από τα πόδια του Δομάζου.
Το ‘68 ήμουνα στο μπάσκετ από τους απέξω.
Του Βασίλη Γεωργίου δηλαδη πιο πολύ οπαδός.
Τον ξανακούω ακόμα καμιά φορά μες στ’ αυτοκίνητο, “Ωξοχα!” να ωρύεται στον αιώνα τον άπαντα στ’ άστοχα σουτ των Τσέχων.
Γιατί το πήραμε από το ‘68 εμείς το κύπελλο, κι ας μην έχουμε ξαναπάρει από τότε κύπελλο για κύπελλο, πλην εντός, με τον Ηρακλή, με Ραμπίδη και Γκούμα, πάλι είκοσι χρόνια πριν .
Ο Νικολούδης:
Επαιρνε το τόπι στο ‘70, και τέλειωνε το ματς χωρίς να την ξαναχάσει!
Ιδίως στην Αγγλία, στο Μπέιζμπολ Γκράουντ μέσα, με τη Ντέρμπυ 3-2, αυτή κι αν ήταν νίκη. Κι ο Αρδίζογλου:
από παντού ως πάντα!
Να μουτζώνει τν επόπτη στο 89ο, στο 6-1, και ν΄αποβάλλεται ενώ τους είχαμε λιώσει, για ένα κόρνερ, για ένα τίποτα.
Υστερα, η ΥΕΝΕΔ άργησε να συνδεθεί με το γήπεδο, κι είχαμε χάσει ηδη δυο γκολ, στο άλλο Μέγα 6-1 επί της Πόρτο.
Μαύρος πια και Μπάγεβιτς, κι ο Δομάζος μαζί μας,
Ιππίας, Δημάρατος, Αλκιβιάδης, Μιλτιάδης, Θεμιστοκλής, Παυσανίας, κανονικα.
Ο Μαρκόπουλος τον Ντούσαν δεν τον συγχωρεί.
Εγώ, που τον είδα κι εκεί και τα’ παμε, λέω:
Ωραίο κι αυτό είναι.
Κι ο Ολιβάρες έκλαιγε φέτος για ένα παλιο-Κάπα που του κόψανε, αετός κι αυτός πια χωρίς φτερά.
Αλλά, μην ξεχνάτε, Κι η Λεωφόρος την είχε, μια φορά κι έναν καιρό, τη γοητεία της, με Βερόν και Ντεμέλλο, Λουκανίδη, που ο μεγαλύτερος, για την Ευρώπη αλλά και για μένα Ελληνας ποδοσφαιριστής του αιώνα, ο Μίμης μόνο γι’ αυτόν έχει να λέει.
Κι εμείς Δικέφαλοι γι’ αυτό είμαστε, λέω:
Για τον Πομώνη, αλλά και για τον Μποτίνο.
Για τον Σοφιανίδη, αλλά και για τον Ανδρέου.
Για τον Χρηστίδη, αλλά και για τον Κούδα.
Για τον παλιό Νικολαϊδη αλλά και για τον νέο.
Για τον Σκευοφύλακα, αλλά και για τον Γραμμό, στις γραμμές κια αυτόν πάντα πάνω.
Για τον Βιέρα.
Για όλα τα ωραία.
Και για τις ήττες, προπαντός. Για τα κλάματα παντού. Και στη Ρωσία, που πρόπερσι δεν πήγα.
Ασπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλέ.
Μπλέ της Ελλάδας, με το Θεό της από πάνω να ορίζει και να χωρίζει.
Μ’ όλα τα ντέρμπυ από Γιάμαλη σε Δελαβίνια, από Γραμματικόπουλο ως Βουτσαρά.
Ως Οικονομόπουλους. Γιατί πήραμε κι εμείς πρωτάθλημα μ’ αυτό το όνομα.
κι ας μην ξανάπαιξε το παιδί μετά.
Αλλά, θα μου πεις, εδώ οι άλλοι με τον Σκούνα μια χρονιά δεν το πήρανε?
Μήπως είναι καλύτερα χωρίς?
Χωρίς εξουσία εννοώ.
Με Ερρέα, εννοώ, Σαμουράι, στα τέλεια μαύρα μέσα, όρθιοι σ’ όλες τις εξόδους, ατάραχοι, περήφανοι, το ίδιο και καλύτερα αποτελεσματικοί?
Μαυραετοί, χρυσαετοί, εννοώ,
αετοί πάντα θα’ ναι.
Θα ‘μαστε.

Σωτήρης Κακίσης